παλεόρ — και παλεός (Α) βλ. παλαιός … Dictionary of Greek
παλαιόρ — παλαιόρ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μωρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διορθωθεί σε παλεόρ. Λακωνικός τ. τού παλαιός, που σημαίνει τον ηλικιωμένο και, επί κακής σημασίας, τον ανόητο] … Dictionary of Greek